Ευχαριστούμε το φίλο που μας έστειλε αυτό το κείμενο από το troleatzis (20/5/2010):
Απόγευμα. Διπλό λεωφορείο από Γλυφάδα για κέντρο. Φίσκα. Οι όρθιοι κρεμασμένοι από τις χειρολαβές. Οι καθισμένοι έκλειναν τα μάτια κατάκοποι από δουλειά και έγνοιες. Μέσα κατήφεια κι ιδρώτας. Από τα ανοιχτά παράθυρα αύρα και καυσαέριο. Σε μια στάση επιβιβάστηκε μια μεγάλη παρέα εφήβων. Απλώθηκαν σπρώχνοντας άγαρμπα τους ήδη στριμωγμένους. Από την άμμο που σκόρπισαν σε κάθε τους κίνηση φαινόταν ότι επέστρεφαν από μπάνιο στη θάλασσα. 'Αρχισαν να φωνάζουν. Για την ακρίβεια να ουρλιάζουν. Η εθνική μας λέξη επανερχόταν σε κάθε φράση υποκαθιστώντας ονόματα, επίθετα, ουσιαστικά, ρήματα. Δεν ήταν κουβέντα αλλά παραλήρημα. Υστερία διανθισμένη με άναρθρες κραυγές που ξεσήκωναν τα εξωπραγματικά γέλια των υπόλοιπων της αγέλης.
Η μόνη αντίδραση στην εισβολή, απειροελάχιστες συσπάσεις ενόχλησης στα πρόσωπα των επιβατών. Και ερμητικό κλείσιμο στο καβούκι του ο καθένας. Καρτερικά. Ώσπου κάποιος δεν άντεξε. Ήταν γύρω στα εξηνταπέντε με εβδομήντα. Στον τόνο παράπονου κι όχι της επίπληξης, με χροιά απελπισίας, είπε χαμηλόφωνα στον έφηβο που στεκόταν δίπλα του και έκανε το μεγαλύτερο σαματά: “Βρε αγόρι μου κουφός είσαι και φωνάζεις έτσι; Πιο σιγά σε παρακαλώ, δεν αντέχουμε. Κουρασμένοι άνθρωποι είμαστε.”
Οι επιβάτες αναθάρρησαν για μια στιγμή, πιστεύοντας ότι θα έπιαναν τόπο τα λόγια του. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν για δευτερόλεπτα για να συνεχίσουν επιδεικτικά εντονότερα από πριν. Στάση τη στάση η αγέλη άρχισε να αποδεκατίζεται. Τελευταίος έμεινε ο έφηβος που δέχτηκε την παράκληση του ηλικιωμένου. Επιτέλους ήσυχος. Το μόνο που έκανε ήταν κάποιες περίεργες, ανεξήγητες γκριμάτσες με το στόμα του.
Κάποια στιγμή πάτησε κι εκείνος το κουμπί για στάση. Όταν άνοιξε η πόρτα έσκυψε αστραπιαία στον επιβάτη που τόλμησε να μιλήσει, τον έφτυσε κατάμουτρα, πήδηξε έξω από το λεωφορείο και πριν εξαφανιστεί τέντωσε θριαμβευτικά τον μέσο του δεξιού του χεριού προς το παράθυρο που καθόταν ο αποδέκτης της γιγαντιαίας ροχάλας.
Ο ηλικιωμένος δεν είδε τη χειρονομία. Στεκόταν ακίνητος στη θέση του σαν να μην μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε συμβεί. Μόνο όταν έκλεισε η πόρτα και το λεωφορείο ξεκίνησε, έβγαλε από την τσέπη του με αργές κινήσεις ένα υφασμάτινο άσπρο μαντήλι. Όλοι τριγύρω που είχαν δει τη σκηνή στράφηκαν προς άλλες κατευθύνσεις, αφήνοντάς τον διακριτικά μόνο να σκουπίσει πρώτα το μάτι, μετά το μάγουλό του και τέλος το πουκάμισό του. Ύστερα το δίπλωσε προσεκτικά στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι. Μέχρι το τέρμα δεν σήκωσε το κεφάλι. Το βλέμμα του έμεινε προσηλωμένο στα δάχτυλα που τρέμοντας έστριβαν τις άκρες του υγρού μαντηλιού.
Κανένας δεν σχολίασε, κανένας δεν είπε κουβέντα. Μόνο μετά από αρκετή ώρα, ανηφορίζοντας πια τη Συγγρού κάποιος μουρμούρισε: “Αυτή είναι η χειρότερη κρίση...” Η φωνή του όμως σκεπάστηκε από τη σειρήνα ενός ασθενοφόρου.